γραμματειακός

γραμματειακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραμματεία, ο γραμματολογικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γραμματειακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη γραμματεία, ο γραμματολογικός: Γραμματειακά μνημεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”